- ίκριον
- ἴκριον, τὸ (Α)βλ. ικρίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
икра — I икра I. (рыбная), укр. ïкра, др. русск. икра, болг. икра, сербохорв. и̏кра, словен. ikra, чеш., слвц. jikra, польск. ikra, в. луж. jikra, jikno, полаб. jåkra; см. Розвадовский, RS 7, 10. Ср. лит. ìkrai икра , лтш. ikri м. мн. и ikrа ж., ирл … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ικρίο — το (Α ἰκρίον και ἴκριον) ικρίωμα*, σκαλωσιά αρχ. 1. θεωρείο 2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την… … Dictionary of Greek
ICRIUM — cenotaphii gnorisma, apud Athenienses olim, signumque fuit patrium ac legitimum, ubi quis patriâ excidensinibi haud foret sepultus. Icrium vero, ex Graeco ἴκριον, surrectum est lignum, vide Cael. Rhodigin. Antiqq. Lection. l. 10. c. 5. et l. 17.… … Hofmann J. Lexicon universale
ικριοποιός — ἰκριοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο ποιός, κλειδο ποιός] … Dictionary of Greek
ικριόεις — ἰκριόεις, εσσα, εν (Α) [ίκριον] (για τον σταυρό) αυτός που μοιάζει με ικρίωμα … Dictionary of Greek
ικριώ — ἰκριῶ, όω (Α) [ίκριον] 1. κατασκευάζω ικρίωμα 2. εφοδιάζω με ξύλινα έδρανα … Dictionary of Greek